- ὑπόβρυχα
- ὑπόβρυχαunder waterindeclform (adverb)ὑπόβρυχοςindeclform (adverb)ὑπόβρυχοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόβρυχα — Α επίρρ. βλ. ὑπόβρυχος … Dictionary of Greek
βρύχιος — α, ο (AM βρύχιος, ον και ος, α, ον) αυτός που προέρχεται από το βάθος της θάλασσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. βρύχιος, καθώς και τα σύνθετα περιβρύχιος, υποβρύχιος, σχηματίστηκαν από το θέμα της αιτ. εν. υπόβρυχα (Οδ. ε, 319) που είναι ο αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek
υπόβρυχος — ον, ΜΑ υποβρύχιος αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπόβρυχα υποβρυχίως, κάτω από την επιφάνεια τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρύχιος] … Dictionary of Greek